- μετακεντρίζω
- μετακεντρίζω (Α)κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακεντρίσωμεν — μετακεντρίζω transplant aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακεντρίσας — μετακεντρίσᾱς , μετακεντρίζω transplant aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)